- ψάμμος
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Αη άμμοςνεοελλ.1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου»ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου που βρίσκονται σε διάφορα τμήματα τού εγκεφάλουαρχ.1. στον πληθ. αἱ ψάμμοια) οι κόκκοι τής άμμουβ) μετάλλευμα που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές2. η έρημος τής Λιβύης3. φρ. «ψάμμου ἄξιον»μτφ. ανάξιο λόγου, τιποτένιο (Ευσ.)3. παροιμ. α) «οἶδα δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν» και «ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγε» — δηλώνει αναρίθμητο πλήθοςβ) «ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν»i) λεγόταν για ανάξιο λόγου πράγμαii) λεγόταν για εκείνους που ματαιοπονούν.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψάμμος (< *ψάφ-μος πρβλ. γράφω: γράμμα) έχει συνδεθεί με το θ. ψᾰφ- τού ψῆφος* (πρβλ. ψᾰφ-αρός). Αν γίνει, ωστόσο, δεκτή η σύνδεση τού ψῆφος με την οικογένεια τού ψήω* / ψῆν, ο φωνηεντισμός -α- τών ψάμμος και ψαφαρός γεννά προβλήματα και οφείλεται πιθ. σε καινοτομία τής Ελληνικής. Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με τη ρίζα τού ψήω* προϋποθέτει δασεία παρέκταση τού θ.: -bh- (πρβλ. λατ. sabulum «άμμο»). Από τις συνώνυμες αλλά διαφορετικής ετυμολ. λ. ψάμμος και ἄμαθος* έχουν σχηματιστεί αναλογικά οι τ. ἄμμος* και ψάμαθος*].
Dictionary of Greek. 2013.